γλυκερήν

γλυκερήν
γλυκερός
fem acc sg (epic ionic)
γλυκύς
sweet to the taste
fem acc sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λιπόπατρις — λιπόπατρις, ιδος, ό, ή (Α) 1. αυτός που εγκαταλείπει ή εγκατέλειψε την πατρίδα του 2. (για τον λωτό) αυτός που προκαλεί σε κάποιον λήθη τής πατρίδας του («λωτοφάγων γλυκερήν λιπόπατριν ἐδωδήν, Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο) * + πατρίς, ίδος] …   Dictionary of Greek

  • περισμύχω — Α 1. λειώνω, κατακαίω, καταστρέφω κάτι με σιγανή, υποκαίουσα φωτιά 2. (και μτφ.) λειώνω κάποιον από τις ερωτικές μέριμνες («ποθέω καὶ γλυκερὴν δάμαλιν, ἧς με περισμύχουσι μεληδόνες», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σμύχω «σιγοκαίω, σιγοβράζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”